Αυτό το εξαιρετικά όμορφο αλλά και απαιτητικό στάδιο απαιτεί μια διαφορετική επικοινωνιακή διαχείριση. Είναι μια περίοδος που εταιρείες αντιλαμβάνονται ότι οι καμπάνιες πωλήσεων και η επικοινωνία μόνο για προϊόντα δεν αντισταθμίζει την δημιουργία ολοκληρωμένης εταιρικής εικόνας. Συνήθως αναζητείται μια επικοινωνιακή στρατηγική με λογική αλυσιδωτής αντίδρασης που θα καταφέρει να φτάσει σε μια «κρίσιμη μάζα» αποδοχής και ορατότητας, η οποία θα της επιτρέψει στην εταιρεία να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα.
Με το όρο tone of voice περιγράφουμε τον τρόπο που η εταιρεία αποφασίζει να επικοινωνήσει τις αξίες της, την προστιθέμενη αξία της και τον τρόπο που μιλά για τα προϊόντα και υπηρεσίες. Διατρέχει όλο το φάσμα της επικοινωνίας από την οπτική ταυτότητα έως κάθε μορφή εταιρικού περιεχομένου και αποτελεί ίσως την κρισιμότερη συνιστώσα μιας επικοινωνιακής στρατηγικής. Για κάθε εταιρεία το στάδιο αυτό είναι σημαντικό και επίπονο αλλά ειδικά για τη χώρα μας, η οποία μόλις δείχνει να εξέρχεται από μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης, η κάθε κίνηση και συνεργασία, με στόχο την ανάδειξη του brand ή το rebranding, με στόχο την ανανέωση της εικόνας που εκπέμπει στην αγορά η εταιρεία, θα πρέπει να είναι ακόμη πιο προσεκτική, καθώς η μειωμένη ρευστότητα και η έλλειψη κεφαλαίων, αποτελούν ένα ακόμα εμπόδιο στην εκπόνηση φιλόδοξων σχεδίων επικοινωνίας.
Πολλές εταιρείες που έχουν επιτύχει χωρίς να έχουν επενδύσει σε ένα συγκεκριμένο tone of voice έρχονται αντιμέτωπες με μια διαμορφωμένη εικόνα στην αγορά η οποία έχει λειτουργήσει ως ένα συγκεκριμένο «αφήγημα», που σηματοδοτεί το μήνυμα που αντιλαμβάνονται οι πελάτες.
Η εταιρεία που θέλει να ενισχύσει ή να διαμορφώσει αυτό το μήνυμα για να δημιουργήσει και να ακολουθήσει το δικό της επικοινωνιακό προφίλ πρέπει να αποφασίσει:
Ορισμένες εταιρείες για διάφορους λόγους – όπως για παράδειγμα οι πολυεθνικές εταιρείες – οφείλουν να ακολουθήσουν το tone of voice της μητρικής εταιρείας.
Παρόλα αυτά και εδώ υπάρχουν πάντοτε εξαιρετικές δυνατότητες τοπικής προσαρμογής και επικοινωνίας που ενώ ευθυγραμμίζονται απολύτως με την εταιρική εικόνα συντονίζονται και με την τοπική αγορά.
Αντίθετα για τις τοπικές εταιρείες, η ελληνικότητα μπορεί να αξιοποιηθεί κατάλληλα, για να ενισχύσει από μόνη της το brand, αφού η εντοπιότητα μετρά ακόμη, ειδικά αν συνδεθεί με επικοινωνιακές δράσεις κύρους που συνδυάζουν επίκληση στην παράδοση και τον τοπικό χαρακτήρα, την προσφορά στην τοπική κοινωνία, την αξιοποίηση πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται σε μια ελληνική επιχείρηση, και η οποία, στη συνείδηση του καταναλωτή, συντελεί στην αποτροπή του φαινομένου του “brain drain”.
Όσο καλό κι αν είναι το όνομα μιας εταιρείας που έχει στην αγορά, αυτό δεν αρκεί για την οικοδόμηση ενός καλού brand. Το καλό όνομα, η «υπόληψη» που έχει μια εταιρεία λειτουργεί μόνο όταν συνδυάζεται με πολύ καλή ορατότητα – πρακτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι
Για να επιτευχθεί μέγιστη ορατότητα και άρα εδραίωση ενός brand στη συνείδηση των πελατών, αλλά και των εν δυνάμει συνεργατών, θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο όλα τα επικοινωνιακά «βέλη» που διαθέτει στη φαρέτρα της η εταιρεία αξιοποιώντας έναν συνδυασμό εργαλείων:
Το PR agency με τις δημιουργικές του δυνατότητες, θα προτείνει το κατάλληλο μίγμα των παραπάνω δυνατοτήτων, θα δώσει ενιαίο οπτικό και επικοινωνιακό χαρακτήρα σε όλα τα προωθητικά υλικά, προσαρμόζοντας το σύνολο των στοιχείων επικοινωνίας.
Πολύ σημαντικό επίσης είναι ότι ένα έμπειρο PR agency αντιλαμβάνεται την ιεράρχηση των ενεργειών, την αξία δημιουργίας νέων leads, την προσέλκυση νέου αγοραστικού κοινού, νέων συνεργατών, ή νέων ταλέντων που θα βοηθήσουν στελεχώσουν την εταιρεία και θα τη βοηθήσουν να αναπτυχθεί και να κάνει το επόμενο μεγάλο της βήμα, επιταχύνοντας τις ενέργειες για εξωστρέφεια και επιτυχία στην τοπική αλλά και διεθνή αγορά.